- λιμός
- ομεγάλη πείνα από έλλειψη τροφίμων: Σε περιόδους πολέμου πολλοί πεθαίνουν από λιμό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Λιμός — Fr.anon. masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμός — ο (AM λιμός, ὁ, Α και λιμός, ή) μεγάλη και παρατεταμένη έλλειψη ειδών διατροφής που παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση και προκαλεί αύξηση τής θνησιμότητας λόγω πείνας («λιμῷ δ οἴκτιστον θανέειν», Ομ. Οδ.) || (μσν. αρχ.) πειναλέος άνθρωπος… … Dictionary of Greek
λιμός — λῑμός , λιμός Fr.anon. masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολλῶν ὁ λιμὸς γίγνεται διδάσκαλος. — См. Нужда скачет и пляшет, нужда и песеньки поет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ЛИМОС — • Λιμός, ο̉ и η̉, Famеs, олицетворение голода и голодной смерти, которую изображали со впалыми глазами, бледным лицом и взъерошенными волосами. Она считалась дочерью Эриды (Hesiod. theog. 217) и описана Овидием в Ov. met. 8, 798 слл.… … Реальный словарь классических древностей
Λιμοῖο — Λιμός Fr.anon. masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιμοῖς — Λιμός Fr.anon. masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιμοί — Λιμός Fr.anon. masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιμοῦ — Λιμός Fr.anon. masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιμούς — Λιμός Fr.anon. masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)